πυκνόμετρο

πυκνόμετρο
Όργανο που χρησιμοποιείται για τον άμεσο προσδιορισμό της απόλυτης πυκνότητας ενός υγρού· είναι γνωστό και ως αραιόμετρο. Αποτελείται βασικά από έναν γυάλινο κοίλο σωλήνα, ο οποίος στο κάτω μέρος έχει μια διόγκωση ερματισμένη με υδράργυρο ή με σφαιρίδια από μόλυβδο. Στο άνω μέρος φέρει μια βαθμονομημένη κλίμακα (συνήθως σε gr/cm3). Για τη μέτρηση της πυκνότητας ενός υγρού, βυθίζεται εντός αυτού το π. και, όταν ισορροπήσει, λαμβάνεται η ένδειξη στην κλίμακα που αντιστοιχεί στην ελεύθερη επιφάνεια του υγρού. Το π., πράγματι, ισορροπεί στη θέση εκείνη στην οποία το βάρος του εξισώνεται με την άνωση του Αρχιμήδους. Η άνωση του Aρχιμήδους είναι ίση με το βάρος του εκτοπιζόμενου υγρού και εξαρτάται, φυσικά, από την πυκνότητα του τελευταίου. Για τη μέτρηση της πυκνότητας των υγρών χρησιμοποιούνται επίσης και άλλες ευθαίρετες κλίμακες, από τις οποίες η πιο γνωστή είναι του Μπομέ. Η κλίμακα αυτή έχει βαθμονομηθεί έτσι ώστε το μηδέν της να αντιστοιχεί στην πυκνότητα του απεσταγμένου νερού και το 15 στην πυκνότητα ενός διαλύματος νερού (85%) και άλατος (15%). Το μεταξύ αυτών των δύο τιμών διάστημα έχει υποδιαιρεθεί σε 15 ίσα μέρη και καθένα από αυτά αντιπροσωπεύει έναν βαθμό Μπομέ. Για ρέοντα υγρά, έχουν εισαχθεί για βιομηχανική χρήση συσκευές μέτρησης της πυκνότητας που βασίζονται επί της αυτής αρχής του π. και που μπορούν να παρέχουν, χρησιμοποιώντας φωτοστοιχεία ή μικρούς ηλεκτρομαγνήτες, ηλεκτρικά σήματα, η ένταση των οποίων είναι ανάλογη προς την πυκνότητα του υγρού. Για μετρήσεις ή ελέγχους της πυκνότητας υγρών που ρέουν χρησιμοποιούνται, σε βιομηχανική στάθμη, πυκνόμετρα (αριστερά), εφοδιασμένα με μαγνητικό οπλισμό: η κίνησή του παράγει φαινόμενα επαγωγής σε μια περιέλιξη (πηνίο), που συνδέεται με ένα όργανο μέτρησης. Για τους ίδιους σκοπούς χρησιμοποιούνται επίσης ραδιοϊσότοπα (δεξιά) στα οποία η ακτινοβολία που απορροφάται είναι ανάλογη προς την πυκνότητα.
* * *
το, Ν
1. φυσ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση ορισμένων χαρακτηριστικών ενός υγρού, όπως είναι η πυκνότητα και το ειδικό βάρος
2. φρ. «οπτικό πυκνόμετρο»
(φωτογρ.) συσκευή η οποία μετρά την πυκνότητα ενός φωτογραφικού φιλμ ή μιας φωτογραφικής πλάκας καταγράφοντας φωτομετρικά τη διαφάνειά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pycnometer (< πυκνός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλκαλίμετρο — Πυκνόμετρο που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό βασικών διαλυμάτων. Το α. συνήθως βαθμολογείται σε περιεκτικότητα καυστικού καλίου (ΚΟΗ) κατά όγκο με αντιστοιχία προς βαθμούς Μπομέ. * * * το Χημ. όργανο που χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • πυκνομετρικός — ή, ό, Ν [πυκνόμετρο] αυτός που αναφέρεται στο πυκνόμετρο ή στη μέτρηση τής πυκνότητας τών υγρών …   Dictionary of Greek

  • αλατοστάθμιο — το πυκνόμετρο για αλατούχα διαλύματα …   Dictionary of Greek

  • αραιόμετρο — το το πυκνόμετρο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της πυκνότητας των υγρών τα οποία είναι πιο αραιά από το νερό …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφόρηση — Μετακίνηση φορτισμένων κολλοειδών σωματιδίων υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου· τα θετικά φορτισμένα σωματίδια κατευθύνονται προς το αρνητικό ηλεκτρόδιο και τα αρνητικά φορτισμένα προς το θετικό. Η ταχύτητα μεταφοράς εξαρτάται από τον αριθμό των …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • φασματοσκοπία — Ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται και μελετά τα φάσματα του φωτός ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Η φ. γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αι. από ερευνητές της οπτικής ως μεθόδου μελέτης των φωτεινών ακτινοβολιών, αλλά σύντομα αποδείχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Αρχιμήδης — (Συρακούσες 287 – Συρακούσες 212 π.Χ.).Μαθηματικός και φυσικός. Ήταν γιος του αστρονόμου Φειδία και λέγεται ότι υπήρξε μαθητής του Ευκλείδη. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”